- θεράποντας
- ο1. υπηρέτης: Θεράποντας του Θεού.2. αυτός που ασχολείται με κάτι: Θεράποντας των γραμμάτων.3. «Θεράποντας της Θέμιδας», δικηγόρος.4. «Θεράποντας γιατρός», γιατρός που παρακολουθεί κάποιον ασθενή.5. «Ταπεινός θεράποντας», δούλος σας (στο τέλος επιστολών που απευθύνονται σε ανωτέρους).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.